- πελμάτων
- πέλμαsole of the footneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
κρεπ — και κρέπι, το 1. ακατέργαστο καουτσούκ κιτρινόλευκου χρώματος, το οποίο λαμβάνεται ύστερα από αποξήρανση θρομβωθέντος ελαστικού γαλακτώματος στον θερμό αέρα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή πελμάτων υποδημάτων και ως πρώτη ύλη από ελαστικό… … Dictionary of Greek
κόθορνος — Υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί της αρχαίας τραγωδίας. Επρόκειτο για μια κοντή μπότα που δενόταν μπροστά με κορδόνια και είχε παχύ πέλμα, ώστε να προσδίδει μεγαλύτερο ανάστημα στον υποκριτή. Στον κ. –του οποίου η εισαγωγή στο αρχαίο ελληνικό… … Dictionary of Greek
ναστόδερμα — το τεχνολ. είδος τεχνη τού δέρματος που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την κατασκευή πελμάτων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός + δέρμα] … Dictionary of Greek
ξανθοχρωμία — η 1. ανθρωπολ. φυλετικό ή ατομικό γνώρισμα που βασίζεται στο ξανθό χρώμα τών τριχών τού σώματος, αλλά και στο λευκό χρώμα τού δέρματος και στο γαλανό τής ίριδας τών οφθαλμών 2. ιατρ. κίτρινη χρώση τού δέρματος, ιδίως τών πελμάτων και τών παλαμών … Dictionary of Greek
πάτωμα — το [πατώνω] 1. η πράξη τού πατώνω, η κατασκευή πατώματος 2. το φθάσιμο, το ακούμπημα τών πελμάτων τών ποδιών στον βυθό, στον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας με νερό 3. το δάπεδο και μάλιστα το κατασκευασμένο με σανίδες 4. κάθε όροφος… … Dictionary of Greek
πατούχας — ο άνθρωπος που διακρίνεται για το μέγεθος τών πελμάτων του, που έχει μεγάλα πέλματα, μεγάλες πατούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατούχα + μεγεθ. κατάλ. ας (πρβλ. πόντικ ας: ποντίκι)] … Dictionary of Greek
υπογραφή — η / ὑπογραφή, ΝΜΑ [υπογράφω] το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό τού ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α.… … Dictionary of Greek
χιονάνθρωπος — ο, Ν 1. ομοίωμα ανθρώπου που συνηθίζεται να κατασκευάζουν με χιόνι τα παιδιά, για παιχνίδι, τον χειμώνα 2. φρ. «χιονάνθρωπος τών Ιμαλαΐων» υποθετικό τερατόμορφο ον τών Ιμαλαΐων στο οποίο αποδόθηκαν ορισμένα ίχνη στη ζώνη τού αιώνιου χιονιού, που… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek